τέκτονας

τέκτονας
[-ων (-όνος)] ο
1) строитель; плотник; 2) масон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τέκτονας" в других словарях:

  • τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τέκτονας — ο 1. ξυλουργός, οικοδόμος, μάστορας. 2. μέλος του τεκτονισμού (βλ. λ.), μασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέκτονας — τέκτων worker in wood masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόπτης — ὁ, Α [περικόπτω] 1. τέκτονας, κτίστης 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «κλώψ, λῃστής» …   Dictionary of Greek

  • τέκταινα — ἡ, Α βλ. τέκτονας …   Dictionary of Greek

  • τέκτων — ὁ, ΜΑ βλ. τέκτονας …   Dictionary of Greek

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονισμός — Το δόγμα των τεκτόνων. Λέγεται και μασωνισμός ή μασωνία. Ο τ. είναι το περιεχόμενο των διδασκαλιών των ελεύθερων τεκτόνων. Θεωρητικά αποβλέπει στην επικράτηση της ηθικής και στην τελειοποίηση των ανθρώπων. Η ιστορία του τ. έχει και την… …   Dictionary of Greek

  • φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστίκτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επίχρυσες διακοσμήσεις («τέκτονας χρυσοστίκτας», Θεοφάν. Συνεχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στίκτης (< στίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μασόνος — ο 1. ο οπαδός του μασονισμού, ο τέκτονας. 2. μτφ., ο ύπουλος άνθρωπος, αυτός που ενεργεί κρυφά: Σ’ αυτήν την παρέα μαζεύτηκαν όλοι οι μασόνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»